Με τη διαφοροποίηση των περιεχομένων μάθησης.

Σε αυτή την περίπτωση ο εκπαιδευτικός χωρίζει τους μαθητές σε ομάδες που δουλεύουν σε διαφορετικά αντικείμενα μάθησης. Οι στόχοι τους οποίους πρέπει να πετύχουν αυτές οι ομάδες διαφοροποιούνται μεταξύ τους, εντάσσονται όμως σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δράσης και αποτελούν ενδιάμεσους στόχους, ώστε κάποια στιγμή να φτάσουν όλοι σε ένα περίπου κοινό επίπεδο. Για παράδειγμα, κατά τη δημιουργία μιας σχολικής εφημερίδας ο καταμερισμός εργασίας μπορεί να διαφοροποιηθεί ανάλογα με τις δυνατότητες και το επίπεδο αλλά και ανάλογα με τα ενδιαφέροντα των παιδιών. Άλλοι θα διαβάσουν και θα συγκεντρώσουν κείμενα, άλλοι θα γράψουν, άλλοι θα κάνουν σκίτσα και ζωγραφιές, άλλοι θα αναζητήσουν φωτογραφίες και θα γράψουν λεζάντες κτλ. Αυτά τα οποία θα παραγάγουν τα παιδιά θα είναι τελικά ανάλογα με το αρχικό επίπεδο και τις δυσκολίες που συναντά καθένα τους.  

Με τις δύο αυτές μορφές διαφοροποίησης ο εκπαιδευτικός πετυχαίνει να διαφοροποιεί με τέτοιο τρόπο την εκπαιδευτική πράξη, ώστε να δίνει σε όλους τους μαθητές τη δυνατότητα να πετύχουν σε κάτι από όλα αυτά που τους προτείνονται. Το αποτέλεσμα είναι ότι αποκτούν την αυτοπεποίθηση που τους είναι απαραίτητη, προκειμένου να τολμήσουν και εκεί όπου μέχρι τώρα θεωρούσαν ότι δεν τα καταφέρνουν, συνειδητοποιούν δηλαδή την αποτελεσματικότητα των στρατηγικών μάθησης που χρησιμοποιούν και επιθυμούν να τις γενικεύσουν και να τις μεταβιβάσουν σε νέες καταστάσεις. Δίνεται έτσι στους μαθητές η δυνατότητα να είναι ενεργοί κατά τη διαδικασία της μάθησης και να συμμετέχουν με όποιον τρόπο μπορούν. Αντίθετα, στην περίπτωση που σε όλους τους μαθητές προτείνεται να κάνουν ακριβώς το ίδιο, ακολουθώντας μια συγκεκριμένη πορεία, πάντα οι ίδιοι μαθητές θα συμμετέχουν και θα πετυχαίνουν, ενώ κάποιοι άλλοι θα βρίσκονται συνεχώς αποκλεισμένοι από την εκπαιδευτική διαδικασία, με άλλα λόγια θα βρίσκονται σε αποτυχία. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η διαφοροποιημένη παιδαγωγική ονομάζεται και «παιδαγωγική της επιτυχίας».
  Προϋποθέσεις