«Εσύ δεν είσαι κυρία, είσαι παιδί»: αναστοχασμός έπειτα από μια πενταετία (1)

Μπαίνω στην τάξη και βλέπω παιδικά πρόσωπα παγωμένα απ' το κρύο. Είναι Οκτώβρης και ίσα που μπόρεσα να γνωριστώ με τα παιδιά. Βοηθούσαν τους γονείς στις αγροτικές δουλειές. Οι μεγάλοι τόσο καιρό κάνουν το μεταφραστή στους μικρούς (όσο μπορούν).  

Διθέσιο ορεινό σχολείο Ροδόπης. Ό,τι έχω στο μυαλό μου γύρω από την έννοια σχολείο έχει καταρριφθεί. Εποπτικά μέσα, κτιριακή υποδομή, προαύλιος χώρος, νερό, ανύπαρκτα.  

Αποδέχομαι την πραγματικότητα: είμαι μεγάλη και είναι παιδιά. Ανήκω στην πλειονότητα και τα παιδιά στη μειονότητα. Είμαι η πόλη και είναι ο οικισμός. Μιλάμε διαφορετική γλώσσα. Είμαι η δασκάλα και είναι οι μαθητές μου. 8.15 με 1.30 θα βλεπόμαστε καθημερινά για χρόνια. Εγώ, τα παιδιά, το βουνό.  

Τα παιδιά περπατούν χιλιόμετρα για να έρθουν σχολείο. Κάθε πρωί περιμένουν ανυπόμονα καινούρια πράγματα. Αντιλαμβάνομαι ότι λίγα απ' όσα γνωρίζω θεωρητικά μπορούν να λειτουργήσουν. Κανείς δε με προετοίμασε για τη συνδιδασκαλία 6 τάξεων. Παιδιά 12. Νήπια 3.  

Θυμάμαι ένα ρομαντικό βιβλίο που έγραψε ένας ιταλός δάσκαλος που δίδασκε πριν χρόνια στη νότια Ιταλία. Περιέγραφε δραστηριότητες παιδιών μέσα από τη δραματοποίηση, τη βιωματική μάθηση. Πιάνομαι από κει και ψάχνω να βρω ό,τι είναι σχετικό σε βιβλιογραφία. Αργότερα θα παρακολουθήσω σεμινάριο θεατρικού παιχνιδιού. Μέχρι να κατασταλάξω, πειραματίζομαι. Χρησιμοποιώ την παντομίμα για να επικοινωνήσω με τα παιδιά. Δε με καταλαβαίνουν και είναι ο μόνος τρόπος για να γίνουμε κατανοητοί, να μη βαρεθούμε, να εκφραστούμε όλοι.  

Σιγά σιγά την προσαρμόζω στο μάθημα, βάζοντας στόχους συγκεκριμένους με πολύ λίγες απαιτήσεις. Για παράδειγμα, τα παιδιά κάνουν τα ζώα και μαθαίνουν τα ονόματά τους. Βλέπω ότι λειτουργεί. Παίρνω κουράγιο. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο καλυτερεύω και τα παιδιά ανταποκρίνονται με χαρά.